- καταπέψῃ
- καταπέσσωdigestaor subj mid 2nd sgκαταπέσσωdigestaor subj act 3rd sgκαταπέσσωdigestfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
είπερ — εἴπερ και εἰ περ (Α) 1. αν πράγματι («εἴπερ γάρ τε χόλον και αὐτῆμαρ καταπέψῃ» αν πράγματι πάψει την οργή του) 2. και αν ακόμη («εἴ περ ἀδείης τ ἐστι» και αν ακόμη είναι άπειρος, κι αν ακόμη δεν έχει ιδέα) 3. εάν δηλαδή (ενώ στην πραγματικότητα… … Dictionary of Greek
καταπέσσω — και αττ. τ. καταπέττω (Α) (επιτ. τ. τού πέσσω ή πέττω) 1. χωνεύω εντελώς 2. μτφ. κρατώ κάτι μέσα μου, καταπίνω, δεν αφήνω να εκδηλωθεί 3. καταπραύνω (α. «εἴπερ χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ» κι αν βέβαια την ίδια μέρα καταπραΰνει, μαλάξει την… … Dictionary of Greek